τυποποιώ

τυποποιώ
τυποποιῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. καταρτίζω και εφαρμόζω πρότυπα
2. διαμορφώνω κάτι σε σταθερό και αναλλοίωτο τύπο
3. (οικον.) παράγω εν σειρά προϊόντα σε καθορισμένο τύπο, με βάση ορισμένες προδιαγραφές
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τυποποιημένος, -η, -ο
α) (για πράγμ.) αυτός που παράγεται με βάση ορισμένο τύπο και σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές («τυποποιημένο προϊόν»)
β) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που επαναλαμβάνει τον εαυτό του ή επαναλαμβάνεται συνεχώς, χωρίς να παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και πρωτοτυπία (α. «τυποποιημένος ηθοποιός» β. «τυποποιημένο ύφος» γ. «τυποποιημένη ερμηνεία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -ποιώ*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τυποποιώ — τυποποιώ, τυποποίησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τυποποιώ — τυποποίησα, τυποποιήθηκα, τυποποιημένος 1. παράγω ομοιόμορφα βιομηχανικά προϊόντα καθορισμένου τύπου σε μεγάλες ποσότητες: Τυποποιημένη σάλτσα. 2. οργανώνω βιομηχανία ώστε να παράγει ορισμένους τύπους προϊόντων σε μεγάλες ποσότητες. 3. διαμορφώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… …   Dictionary of Greek

  • καλουπώνω — [καλούπι] 1. δίνω σχήμα, μορφή σε άμορφη ύλη, βάζω σε μήτρα, σε φόρμα, σε καλούπι, καλουπιάζω, τυποποιώ 2. μτφ. επιβάλλω σε κάποιον να ακολουθήσει έναν συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης, έκφρασης κ.λπ. 3. μτφ. απατώ, εξαπατώ 4. (με αισχρή… …   Dictionary of Greek

  • τυποποίηση — η, Ν [τυποποιώ] 1. η διεργασία καταρτισμού και εφαρμογής προτύπων 2. η διαμόρφωση σύμφωνα με ορισμένο και αναλλοίωτο τύπο 3. (οικον.) α) ο προσδιορισμός ενιαίων και σταθερών τύπων σε ένα ή περισσότερα προϊόντα σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές β) …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανοποιώ — ησα, ήθηκα, βιομηχανοποιημένος 1. εκμεταλλεύομαι πρώτες ύλες με βιομηχανικό τρόπο, μετατρέπω βιοτεχνίες ή άλλες εργασίες που γίνονται με τα χέρια σε βιομηχανίες: Πολλές βιοτεχνίες βιομηχανοποιούνται. 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας από… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”