- τυποποιώ
- τυποποιῶ, -έω, ΝΜΑνεοελλ.1. καταρτίζω και εφαρμόζω πρότυπα2. διαμορφώνω κάτι σε σταθερό και αναλλοίωτο τύπο3. (οικον.) παράγω εν σειρά προϊόντα σε καθορισμένο τύπο, με βάση ορισμένες προδιαγραφές4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τυποποιημένος, -η, -οα) (για πράγμ.) αυτός που παράγεται με βάση ορισμένο τύπο και σύμφωνα με ορισμένες προδιαγραφές («τυποποιημένο προϊόν»)β) (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που επαναλαμβάνει τον εαυτό του ή επαναλαμβάνεται συνεχώς, χωρίς να παρουσιάζει καμιά εξέλιξη και πρωτοτυπία (α. «τυποποιημένος ηθοποιός» β. «τυποποιημένο ύφος» γ. «τυποποιημένη ερμηνεία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + -ποιώ*].
Dictionary of Greek. 2013.